Γράφει η ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ
Δυναμικό παρόν έδωσαν πέρυσι οι εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου στη Ρωσία ξεπερνώντας σε αξία τα 7,5 εκατ. δολ. ΗΠΑ, με τη ποσότητα να αγγίζει τους 1.700 τόνους περίπου.
Σύμφωνα με αποκλειστικά στοιχεία της Ομοσπονδιακής Τελωνειακής Υπηρεσίας της Ρωσίας, το 2010 η αύξηση των εξαγωγών όσο και το μερίδιο της Ελλάδας επί του συνόλου ενισχύθηκαν αντίστοιχα κατά 134,1% και 8,8%. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη άνοδο επί του συνολικού αριθμού.
Στο σύνολο του 2010 οι ρωσικές εισαγωγές ελαιολάδου ενισχύθηκαν σημαντικά φθάνοντας στους 23,7 χιλ. τόνους με την αξία να διαμορφώνεται στα 86,8 εκατ. δολ. ΗΠΑ.
Την ίδια χρονιά κυριότερος προμηθευτής ελαιολάδου στη Ρωσία παρέμεινε με διαφορά η Ισπανία, η οποία μάλιστα αύξησε κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες το μερίδιό της επί του συνόλου. Μεγαλύτεροι ισπανοί εισαγωγείς συνιστούν οι εταιρείες Aceites Agro Sevilla και Αceites Borges Pont οι οποίες κάλυψαν το 17% και 11%της αγοράς αντίστοιχα. Αντίθετα συρρίκνωση εμφάνισαν πέρυσι οι εξαγωγές από την Ιταλία το μερίδιο της οποίας έπεσε στο 21,4%.
Για ισχυρή μελλοντική προοπτική ανάπτυξης στη ρώσικη αγορά κάνει λόγο ο Γιώργος Οικονόμου, γενικός διευθυντής στον ΣΕΒΙΤΕΛ (Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεως Ελαιολάδου). Όπως αναφέρει, πρόκειται για μία ενδιαφέρουσα αγορά, λόγω του μεγέθους που διαθέτει, της οικονομικής ευμάρειας που γνωρίζει, της δυτικοευρωπαϊκής δομής που αποκτά σταδιακά, ενώ στα θετικά στοιχεία της χώρας περιλαμβάνεται και η κοινή πολιτισμική και η θρησκευτική συνάφεια Ελλάδας και Ρωσίας.
Αναμφίβολα συμπληρώνει ο Γιώργος Οικονόμου ένα γεγονός που επιβεβαιώνει τα σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης που διακρίνουν την σχετική αγορά είναι ότι η μέση κατανάλωση ελαιολάδου κατ’ άτομο υπολογίζεται μόλις σε 120 -130 γραμ. το χρόνο. Η οποία, όμως αυξάνεται σταθερά την τελευταία πενταετία.
Επί του παρόντος, ο Ρώσος καταναλωτής χαρακτηρίζεται από κακή γνώση όσον αφορά το ελαιόλαδο. Αναγνωρίζει ότι πρόκειται για προϊόν ανώτερης διατροφικής αξίας δεν διαθέτει ακόμη την ικανότητα να διακρίνει μεταξύ των διαφορετικών τύπων αυτού (πυρηνέλαιο, έξτρα παρθένο, εξευγενισμένο κ.λπ.). Κατά γενική ομολογία, μεγαλύτερης ζήτησης και κατανάλωσης στη Ρωσία χαίρει το ηλιέλαιο ελέγχοντας το 70% περίπου της αγοράς.
Όσον αφορά στα μειονεκτήματά της αγοράς, τονίζει ο ίδιος αυτά εν πολλοίς ανακύπτουν από τον ανταγωνισμό. Χαρακτηριστικά αναφέρει το μειωμένο έως και 20% του κοστολογίου που διαθέτουν τα προϊόντα τους οι ισπανικές εταιρείες αλλά και των σύγχρονων υποδομών που διαθέτουν οι βασικοί παίκτες της αγοράς και συγκεκριμένα Ισπανοί και Ιταλοί οι οποίοι πλαισιώνουν το ελαιόλαδο τους με μία διευρυμένη γκάμα και άλλων ειδών πετυχαίνοντας έτσι ευκολότερη είσοδο στην αγορά.
Σήμερα στην αγορά της Ρωσίας το μεγαλύτερο μερίδιο από πλευράς ελληνικών εταιρειών εμφανίζεται να ελέγχει η τριάδα ΓΑΙΑ, ΑΓΡΟΒΗΜ και η επιχείρηση Blauel (εδρεύει στη Μάνη). Και οι τρεις εταιρείες δραστηριοποιούνται ως επί το πλείστον στη Μόσχα και την Αγ. Πετρούπολη, όπου το ελαιόλαδο φθάνει στο 17,2% και 10,2% επί της συνολικής κατανάλωσης φυτικών ελαίων.
Περιφερειακά παρούσα είναι και η Μινέρβα, καθώς και κάποιοι ελληνικοί συνεταιρισμοί με τα προϊόντα τους, όπως η ΕΑΣ Μεσσηνίας και η ΕΑΣ Σητείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου