Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΤΣΙΟΜΠΑΝΗΣ
Σε μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα, το ποσοστό των κατοίκων που μιλά τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα, είναι από τα υψηλότερα της Ε.Ε. (44,8%) σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωβαρομέτρου. Στην ίδια έρευνα , το ποσοστό των ανθρώπων που μιλούν τουλάχιστον δύο ξένες γλώσσες στην Ελλάδα ανέρχεται σε 21,9%, ενώ ο μέσος όρος στις χώρες της Ε.Ε. είναι 28,1%. Παράλληλα, οι Έλληνες μαθητές κατέχουν το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη μεταξύ των μαθητών που μαθαίνουν μία τουλάχιστον ξένη γλώσσα στο σχολείο (92%), ακολουθούν οι Ιταλοί μαθητές με ποσοστό 74%.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, στα θετικά της γλωσσομάθειας συγκαταλέγονται η ευκολότερη πρόσβαση στην αγορά εργασίας, η επαγγελματική σταδιοδρομία, η δυνατότητα για συνέχιση σπουδών στο εξωτερικό. Μια δεύτερη ξένη γλώσσα σε εποχή δεινής οικονομικής κρίσης αλλά και ευρύτατης παγκοσμιοποίησης δεν είναι προνόμιο για λίγους αλλά ανάγκη για όλους τους μαθητές.
Αγνοώντας όλα τα παραπάνω και λίγες μέρες πριν τη λήξη του σχολικού έτους, με μια αιφνιδιαστική Υπουργική Απόφαση (ΥΑ με Α.Π. 62780/Γ2/02-06-2011), το ΥΠΔΒΜΘ επιβάλλει την κατάργηση της παράλληλης διδασκαλίας της Γαλλικής και της Γερμανικής Γλώσσας στα Δημοτικά Σχολεία καθώς και την κατάργηση της παράλληλης διδασκαλίας της Γαλλικής, της Γερμανικής, της Ιταλικής και της Ισπανικής Γλώσσας στα Γυμνάσια.
Το υπουργείο αποφάσισε ότι από το επόμενο σχολικό έτος, εκτός από τα Αγγλικά, θα διδάσκεται μόνον μία δεύτερη ξένη γλώσσα, την οποία θα επιλέξει άπαξ και διαπαντός, με δήλωσή της πλειοψηφίας των γονέων και κηδεμόνων των μαθητών που θα φοιτήσουν του χρόνου στην Ε’ τάξη των Δημοτικών Σχολείων και στην Α’ τάξη των Γυμνασίων.
Η απόφαση αυτή όχι απλώς βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με κάθε σύγχρονη επιστημονική και παιδαγωγική προσέγγιση αλλά ουσιαστικά ματαιώνει τη διδακτική πράξη της οποίας πρωταρχική και αναγκαία προϋπόθεση είναι η συνειδητή οικοδόμηση της γνώσης από τον ίδιο το μαθητή, σ' ένα μαθησιακό περιβάλλον που οφείλει να το διέπει η συνέπεια και η συνέχεια.
Η απόφαση αυτή όχι απλώς βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με κάθε σύγχρονη επιστημονική και παιδαγωγική προσέγγιση αλλά ουσιαστικά ματαιώνει τη διδακτική πράξη της οποίας πρωταρχική και αναγκαία προϋπόθεση είναι η συνειδητή οικοδόμηση της γνώσης από τον ίδιο το μαθητή, σ' ένα μαθησιακό περιβάλλον που οφείλει να το διέπει η συνέπεια και η συνέχεια.
Από το επόμενο σχολικό έτος, χιλιάδες μαθητές θα κληθούν να διδαχθούν μια ξένη γλώσσα την οποία δεν επέλεξαν και η οποία τους επιβλήθηκε με την απλή καταγραφή μιας συγκυριακής αριθμητικής πλειοψηφίας.
- Πώς μπορεί να χαρακτηριστεί, έστω και στοιχειωδώς, μαθησιακά πρόσφορο περιβάλλον, ένα πολυπληθέστατο πλέον τμήμα μαθητών, μεγάλος αριθμός των οποίων θα είναι «γλωσσικοί όμηροι»;
- Πώς μπορεί να καλλιεργηθεί και να αναπτυχθεί η επικοινωνιακή δεξιότητα των παιδιών σε συνθήκες γλωσσικού και μαθησιακού καταναγκασμού;
- Πώς μπορεί να εμφυσήσει κανείς θετικές στάσεις και συμπεριφορές, υγιείς τρόπους σκέψης και ζωής σε μαθητές - θύματα καταπίεσης και επιβεβλημένης γνώσης;
- Πώς μπορεί τελικά το Υπουργείο να εξηγήσει αυτό το διαβόητο πρώτα ο μαθητής» στους ίδιους τους μαθητές αλλά και τους γονείς τους;
Απάντηση σ' όλα αυτά ασφαλώς και δεν μπορεί να αποτελέσει το Προεδρικό Διάταγμα 188/1985, που προβλέπει την απαλλαγή των μαθητών από τη διδασκαλία της ξένης γλώσσας ή η μετακίνηση των παιδιών σε άλλο όμορο σχολείο, στην περίπτωση που η επιλογή τους δεν είναι σύμφωνη με τη 2η ξένη γλώσσα του σχολείου φοίτησής τους.
Τουλάχιστον θυμηδία προκαλούν οι "δεσμεύσεις" του Υπουργείου για σύνδεση της διδασκαλίας της 2ης ξένης γλώσσας στο δημόσιο σχολείο με το Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας για την απόκτηση διπλώματος / πιστοποίησης. Είναι κάτι περισσότερο από προφανές ότι με τις αποφάσεις αυτές, η 2η ξένη γλώσσα ουσιαστικά αποπέμπεται από το δημόσιο σχολείο, αφού αίρονται όλες οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την εκμάθησή της. Ούτε λόγος βέβαια για τις κενές περιεχομένου διακηρύξεις περί ενίσχυσης και καλλιέργειας της πολυγλωσσίας και διαπολιτισμικής διάστασης της εκπαίδευσης.
Για πολλοστή φορά οι μαθητές και οι γονείς τους, αυτή τη φορά στην πιο δεινή φάση της σύγχρονης ιστορίας του τόπου, υποχρεώνονται να αναζητήσουν εκτός δημόσιου σχολείου μόρφωση και δεξιότητες απαραίτητες σ' ένα απαιτητικό και διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον. Η «αριστεία» όπως και τα άλλα «πικρά αστεία» της ηγεσίας του Υπουργείου δεν αποτελούν τελικά τίποτε άλλο από ωμό κυνισμό και θρασύτατο εμπαιγμό!
Το Υπουργείο Παιδείας καθίσταται υπόλογο απέναντι σε μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς να εξηγήσει - μεταξύ πολλών άλλων - με ποια κριτήρια εκπονεί και εφαρμόζει εν τέλει εκπαιδευτική πολιτική. Και οφείλει αυτό να το κάνει όχι πλέον με μυθολογήματα και εξωραϊσμό, ούτε με καταιγισμό παραπλανητικών συνθημάτων που συγκαλύπτουν αλλότριους σχεδιασμούς. Καλείται να μιλήσει μία μόνον γλώσσα για το κρίσιμο θέμα της εκπαίδευσης και να εγκαταλείψει οριστικά τη διγλωσσία η οποία οδηγεί το δημόσιο σχολείο σε σύγχυση, μαρασμό και κατάρρευση.
Να βγάλει την παιδεία από την προκρούστεια κλίνη της ανηλεούς περικοπής δαπανών - η οποία αποτελεί πλέον τον πραγματικό και αποκλειστικό γνώμονα των αποφάσεών του - και να αντιληφθεί ότι η λογική «τόσα μας κοστίζει ο καθηγητής, τόσα περισσεύουν για να μάθει ο μαθητής» αποτελεί εξαθλίωση και παρακμή στην οποία η εκπαιδευτική κοινότητα και όχι μόνο, αρνείται να συναινέσει.